τσίλικος, -η

τσίλικος, -η
τσίλικος, -η και -ια, -ο καινούριος, λαμπερός, γυαλιστερός (κυρ. για νομίσματα): Τσίλικο δεκάρικο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσίλικος — η, ο, Ν 1. (για νομίσματα) νεόκοπος, στιλπνός 2. (γενικά) καινούργιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. celik «στιλπνός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”